- κοινολεξίαν
- κοινολεξίᾱν , κοινολεξίαordinary languagefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοινολεξία — η (AM κοινολεξία) [κοινολεκτώ] έκφραση που χρησιμοποιείται από τον λαό, κοινή, συνηθισμένη έκφραση ή φράση («κατὰ τὴν συνήθη κοινολεξίαν», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek